- μέλασμα
- το (Α μέλασμα) [μελαίνω]μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχώναρχ.1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα2. στον πληθ. τὰ μελάσματαοι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια τής σελήνης3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» — η στερεά μαύρη ουσία με την οποία γράφει το μολύβι, μαύρο μολυβδοκόνδυλο.
Dictionary of Greek. 2013.